- τυπόβαφος
- -η, -ο, Ν(για υφάσματα) αυτός που έχει αποτυπωμένα επάνω του έγχρωμα σχέδια, που έχει υποβληθεί σε κατεργασία τυποβαφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -βαφος (< βαφή), πρβλ. αιματό-βαφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.